κἠπί

From LSJ

Εὔτακτον εἶναι τἀλλότρια δειπνοῦντα δεῖModestia est servanda cenanti foris → Sich fügen muss, wer fremdes Eigentum verzehrt

Menander, Monostichoi, 157

German (Pape)

[Seite 1432] dor. = καὶ ἐπί.

Russian (Dvoretsky)

κἠπί: in crasi Theocr. = καὶ ἐπί.

Greek (Liddell-Scott)

κἠπί: Δωρ. κρᾶσις ἀντὶ τοῦ καὶ ἐπί, Θεόκρ. 29. 37, Ἐπιγρ. 19. 3.

Greek Monolingual

κἠπί (Α)
(δωρ. κράση) καὶ ἐπεί.

Greek Monotonic

κἠπί: Δωρ. κράση αντί καὶ ἐπί.