λάμψιμο

From LSJ

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source

Greek Monolingual

το λάμπω
λάμψη («η γαλήνη και το λάμψιμο του ηλίου», Σολωμ.).