παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
Full diacritics: λάξομαι | Medium diacritics: λάξομαι | Low diacritics: λάξομαι | Capitals: ΛΑΞΟΜΑΙ |
Transliteration A: láxomai | Transliteration B: laxomai | Transliteration C: laxomai | Beta Code: la/comai |
Ion. for λήξομαι, fut. of λαγχάνω.
f. ion. de λαγχάνω.
λάξομαι: ион. fut. к λαγχάνω.
λάξομαι: Ἰων. ἀντὶ τοῦ λήξομαι, μέλλ. τοῦ λαγχάνω.
λάξομαι: Ιων. αντί λήξομαι, μέλ. του λαγχάνω.