λάπτης

From LSJ

οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good

Source

German (Pape)

[Seite 16] ὁ, der Schlürfende, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

λάπτης: -ου, ὁ, ἄπληστος οἰνοπότης, «λάπτας· ῥοφοῦντας» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

λάπτης, ὁ (Α) λάπτω
(στην αιτ. πληθ. κατά τον Ησύχ.) «λάπτας
τοὺς ῤοφοῦντας».