λάχνωσις
From LSJ
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
English (LSJ)
-εως, ἡ, covering with hair, Hp.Hebd.5.21 R.
German (Pape)
[Seite 20] ἡ, das Behaaren oder Behaartsein, Hippocr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λάχνωσις: τὸ καλύπτειν διὰ τριχῶν, τρίχωσις, Ἱππ. ἐν Θεολ. Ἀριθμ. σ. 43.
Greek Monolingual
λάχνωσις, ἡ (Α) λαχνούμαι
το να είναι ή να γίνεται κάτι τριχωτό.