λέσι

From LSJ

ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk

Source

Greek Monolingual

το (Μ λέσι)
πτώμα ζώου, ψοφίμι
νεοελλ.
1. δυσωδία, δυσοσμία, βρόμα
2. μτφ. για πρόσ. άχρηστος, ανίκανος ή τεμπέλης, ρεμάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. les].