λίγω

From LSJ

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source

German (Pape)

[Seite 44] = ὑμνῶ, nach E. M. p. 565, 11.

Greek (Liddell-Scott)

λίγω: ὑμνῶ, Γραμματ. Ἀνώνυμ. ἐν Ἀνεκδ. Boiss. τ. 2, σ. 355, στ. 291, Ἐτυμ. Μ. 565, 11.