λίσσωσις
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
-εως, ἡ, setting of the hair from the crown of the head, ib.491b8.
German (Pape)
[Seite 53] ἡ, dasselbe, Arist. H. A. 1, 7.
Greek Monolingual
λίσσωσις, ἡ (Α) λισσώ
το λίσσωμα, το χώρισμα τών τριχών και το κατέβασμά τους από την κορυφή του κεφαλιού προς τα κάτω.
Russian (Dvoretsky)
λίσσωσις: εως ἡ Arst. = λίσσωμα.