λίτανος

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source

German (Pape)

[Seite 54] (λιτή), bittend, flehend, μέλη λίτανα θεοῖσιν, Aesch. Suppl. 790.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
suppliant.
Étymologie: λιτή.