λαγάρισμα
From LSJ
τεκμαίρομαι δὲ ἐκ τῶν ἐμαυτοῦ → I conjecture on the basis of my experience
Greek Monolingual
το (Μ λαγάρισμα) λαγαρίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του λαγαρίζω, καθάρισμα, λαμπικάρισμα, ραφινάρισμα, απαλλαγή από κάθε ξένη ουσία.