λαγυνοθήκη
From LSJ
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
English (LSJ)
cj. for λαχανοθήκη in Alex.Magn. ap. Ath.11.784b.
Greek Monolingual
λαγυνοθήκη, ἡ (Α) είδος ποτηριού ή βάσης ποτηριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάγυνος + θήκη.