λαγυνοθήκη
From LSJ
English (LSJ)
cj. for λαχανοθήκη in Alex.Magn. ap. Ath.11.784b.
Greek Monolingual
λαγυνοθήκη, ἡ (Α) είδος ποτηριού ή βάσης ποτηριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάγυνος + θήκη.
Full diacritics: λᾰγῡνοθήκη | Medium diacritics: λαγυνοθήκη | Low diacritics: λαγυνοθήκη | Capitals: ΛΑΓΥΝΟΘΗΚΗ |
Transliteration A: lagynothḗkē | Transliteration B: lagynothēkē | Transliteration C: lagynothiki | Beta Code: lagunoqh/kh |
cj. for λαχανοθήκη in Alex.Magn. ap. Ath.11.784b.
λαγυνοθήκη, ἡ (Α) είδος ποτηριού ή βάσης ποτηριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάγυνος + θήκη.