λαθεῖν

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278

German (Pape)

[Seite 5] aor. II. zu λανθάνω.

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 de λανθάνω.

Greek Monotonic

λᾰθεῖν: Επικ. λᾰθέμεν, απαρ. αορ. βʹ του λανθάνω.

Russian (Dvoretsky)

λᾰθεῖν: inf. aor. к λανθάνω.