λαθροθήρας
From LSJ
Οὐδεὶς μετ' ὀργῆς ἀσφαλῶς βουλεύεται → Consilia sunt intuta, quibus ira adsidet → Im Zorn fasst keiner ungefährdet einen Plan
Greek Monolingual
ο
λαθροκυνηγός, αυτός που κυνηγά σε απαγορευμένη περίοδο ή περιοχή ή χωρίς άδεια ή θηράματα που το κυνήγι τους είναι απαγορευμένο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο)- + -θήρας (< θήρα), πρβλ. προικοθήρας. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. braconnier) και μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν γαλλοελληνικόν και ελληνογαλλικόν του Σκαρλάτου Δ. Βυζάντιου].