λαι-

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαι Medium diacritics: λαι- Low diacritics: λαι- Capitals: ΛΑΙ-
Transliteration A: lai- Transliteration B: lai- Transliteration C: lai- Beta Code: lai

English (LSJ)

λαισ-, insep. prefix with intens. sense (cf. λα-) in λαίμαργος, λαίσκαπρος, λαίσπαις. λαΐα, v. λᾴα.

Greek (Liddell-Scott)

λαι-: λαισ-, ἀχώριστον προθετικὸν μόριον, μετ’ ἐπιτατ. σημασία (πρβλ. λα-) ἐν τοῖς λαίμαργος, λαίσκαπρος, λαίσπαις, λαισποδίας.

Greek Monolingual

/ λαι- και λαισ- (Α)
αχώριστο προθεματικό μόριο με επιτατική σημασία, π. χ. λαίμαργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λα-].