λαι-
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
English (LSJ)
λαισ-, insep. prefix with intens. sense (cf. λα-) in λαίμαργος, λαίσκαπρος, λαίσπαις. λαΐα, v. λᾴα.
Greek (Liddell-Scott)
λαι-: λαισ-, ἀχώριστον προθετικὸν μόριον, μετ’ ἐπιτατ. σημασία (πρβλ. λα-) ἐν τοῖς λαίμαργος, λαίσκαπρος, λαίσπαις, λαισποδίας.
Greek Monolingual
/ λαι- και λαισ- (Α)
αχώριστο προθεματικό μόριο με επιτατική σημασία, π. χ. λαίμαργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λα-].