λακέρυζος

From LSJ

τὰ ἀφανῆ τοῖς φανεροῖς τεκμαίρου → analyze the unknown based on the known

Source

German (Pape)

[Seite 8] geschwätzig, schwatzhaft, θεός, der Satyr, Ep. ad. 40 (IX, 317); sonst nur fem. λακέρυζα (so accent., Arcad. 96, 13), so heißt bes. die Krähe, die krächzende, μεγάλα κράζουσα, Hesych.; bei Hes. O. 745; Ar. Av. 609 u. sp. D., wie Ap. Rh. 3, 929, woraus einige Alte durch Metathesis auch κελάρυζα machten; u. κύων, der bellende Hund, Plat. Rep. X, 607 b.

Greek Monolingual

λακέρυζος, ὁ (Α)
(ως επίθ. του Σατύρου) φλύαρος, λογάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υστερογενές παρ. του λακέρυζα].

Russian (Dvoretsky)

λᾰκέρυζος:
1 каркающий (κορώνη Hes.);
2 лающий, тявкающий (κύων Plat.);
3 шумный, болтливый (θεός, sc. σάτυρος Anth.).