λακεδάμα
From LSJ
Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind
English (LSJ)
ὕδωρ ἁλμυρὸν ἁλσὶ πεποιημένον, ὃ πίνουσιν οἱ τῶν Μακεδόνων ἀγροῖκοι, Hsch.
French (Bailly abrégé)
eau salée utilisée comme boisson par les paysans macédoniens.
Greek (Liddell-Scott)
λακεδάμα: «ὕδωρ ἁλμυρὸν ἁλσὶ πεποιημένον, ὃ πίνουσιν οἱ τῶν Μακεδόνων ἀγροῖκοι» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
λακεδάμα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ὕδωρ ἁλμυρὸν ἁλσὶ πεποιημένον, ὅ πίνουσι οἱ τῶν Μακεδόνων ἀγροῖκοι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Για την ετυμολ. της λ. βλ. λ. Λακεδαίμων.