λακεδάμα

From LSJ

Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind

Menander, Monostichoi, 438
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λακεδάμα Medium diacritics: λακεδάμα Low diacritics: λακεδάμα Capitals: ΛΑΚΕΔΑΜΑ
Transliteration A: lakedáma Transliteration B: lakedama Transliteration C: lakedama Beta Code: lakeda/ma

English (LSJ)

ὕδωρ ἁλμυρὸν ἁλσὶ πεποιημένον, ὃ πίνουσιν οἱ τῶν Μακεδόνων ἀγροῖκοι, Hsch.

French (Bailly abrégé)

eau salée utilisée comme boisson par les paysans macédoniens.

Greek (Liddell-Scott)

λακεδάμα: «ὕδωρ ἁλμυρὸν ἁλσὶ πεποιημένον, ὃ πίνουσιν οἱ τῶν Μακεδόνων ἀγροῖκοι» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

λακεδάμα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ὕδωρ ἁλμυρὸν ἁλσὶ πεποιημένον, ὅ πίνουσι οἱ τῶν Μακεδόνων ἀγροῖκοι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Για την ετυμολ. της λ. βλ. λ. Λακεδαίμων.