λακκί

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source

Greek Monolingual

λακκί και λαγκί, τὸ (Μ) λάκκος
το λακκάκι στο κάτω μέρος του λαιμού.