λακκί

From LSJ

πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected

Source

Greek Monolingual

λακκί και λαγκί, τὸ (Μ) λάκκος
το λακκάκι στο κάτω μέρος του λαιμού.