λατινιστής
From LSJ
τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.
Greek Monolingual
ο
1. φιλόλογος ειδικευμένος στη μελέτη και έρευνα της λατινικής γραμματείας
2. καθηγητής τών Λατινικών, της λατινικής γλώσσας και φιλολογίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. latiniste < μσν. λατ. latinista < λατ. latinus. Η λ. μαρτυρείται από το 1809 στο Λεξικόν γαλλικής γλώσσης του Γρηγορ. Γ. Ζαλίκογλου].