λατινίζω

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source

Greek Monolingual

λατινίζω) Λατίνος
1. μιμούμαι τους Λατίνους ως προς τη γλώσσα ή τα ήθη και έθιμα
2. ασπάζομαι τα δόγματα της δυτικής, Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, τών Ρωμαιοκαθολικών, είμαι επηρεασμένος από τον Ρωμαιοκαθολικισμό.