λατινοήθης
From LSJ
Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust
Greek Monolingual
λατινοήθης, -ες (Μ)
αυτός που ακολουθεί τα ήθη, τις συνήθειες τών Λατίνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Λατῖνος + -ήθης (< ἦθος), πρβλ. κακοήθης, χρηστοήθης].