λατινοήθης
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
Greek Monolingual
λατινοήθης, -ες (Μ)
αυτός που ακολουθεί τα ήθη, τις συνήθειες τών Λατίνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Λατῖνος + -ήθης (< ἦθος), πρβλ. κακοήθης, χρηστοήθης].