Λατῖνος
ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)
English (LSJ)
η, ον, Latin, Thphr. HP 5.8.1; ἑορταὶ Λατῖναι = Lat. feriae Latinae, D.H.4.49; ἡ Λατίνη φωνή, ἡ Λατίνη διάλεκτος, Str.6.1.6.
Greek (Liddell-Scott)
Λᾰτῖνος: -η, -ον, Λατινικός, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 8, 1· ἑορταὶ Λ., αἱ feriae Latinae, Διον. Ἁλ. 4. 49· ἡ Λ. φωνή, ἡ Λ. διάλεκτος Στράβ. 258.
Russian (Dvoretsky)
Λᾰτῖνος: ὁ Hes. = лат. Latinus.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM λατῖνος, λατίνη, λατῖνον)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Λάτιο (α. «λατίνη διάλεκτος» β. «λατῖναι ἑορταί», Διον. Αλ.)
2. (το αρσ. ως εθνικό όν.) οι Λατίνοι
οι κάτοικοι του αρχαίου Λατίου
νεοελλ.
1. (το αρσ. ως εθνικό όν.) Ρωμαίος
2. το αρσ. ως ουσ. λατινιστής, καθηγητής τών Λατινικών
νεοελλ.-μσν.
1. Φράγκος της μεσαιωνικής Ευρώπης κατά την εποχή τών σταυροφοριών
2. Ρωμαιοκαθολικός στο θρήσκευμα, παπικός
3. συγγραφέας που έγραψε στη λατινική γλώσσα κατά την αρχαιότητα ή κατά τον μεσαίωνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. Latinus «ο κάτοικος ή ο καταγόμενος από το Λάτιο» < λατ. Latium «Λάτιο»].