λεβεντουριά

From LSJ

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source

Greek Monolingual

η
το σύνολο τών λεβέντηδων, τών παλικαριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεβέντης + κατάλ. -ουριά (πρβλ. κλεφτουριά, λασπουριά)].