λεβητόλιθος

From LSJ

περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue

Source

Greek Monolingual

ο
το ασβεστούχο επίστρωμα που σχηματίζεται μέσα στους ατμολέβητες, το πουρί τών καζανιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέβης, -ητος + λίθος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Τηλέμαχο Κομνηνό, στην εφημερίδα του Βόλου Προμηθεύς.