λειουργός

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215

Greek (Liddell-Scott)

λειουργός: ὁ, (*ἔργω) λιθουργὸς κατεργαζόμενος τοὺς λίθους καὶ λεαίνων αὐτοὺς κατ’ ἀντιδιαστολὴν πρὸς τὸν γλύπτην, Συλλ. Ἐπιγρ. 9, ἴδε Böckh σ. 285.

Greek Monolingual

λειουργός, ὁ (Α)
επιγρ. λιθοξόος, μαρμαρογλύπτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + -Fοργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλουργός, σιδηρουργός. Η μορφή του β' συνθετικού -Fοργός μαρτυρείται σε σύνθ. της Μυκηναϊκής (πρβλ. tokoso-woko: τοξο-Fοργός)].