Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λεκανοπέδιο

From LSJ

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436

Greek Monolingual

το
έκταση εδάφους που έχει σχήμα λεκάνης και περιβάλλεται από βουνά («λεκανοπέδιο της Αττικής»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεκάνη + πεδίον «πεδιάδα» (πρβλ. οροπέδιο, υδατοπέδιο). Η λ. είναι πιθ. απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και μαρτυρείται από το 1854 στον Στ. Σταθόπουλο].