Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

οροπέδιο

From LSJ

Ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → Being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it.

Menander, Fragmenta, 499

Greek Monolingual

το (Α ὀροπέδιον και ὀριπέδιον)
1. πεδινή έκταση πάνω σε βουνό ή λόφο, ορεινή πεδιάδα, υψηλή επίπεδη επιφάνεια της Γης που περιβάλλεται τυπικά από κρημνούς σε μία ή σε περισσότερες πλευρές της
2.φρ. «ωκεάνιο οροπέδιο» — μεγάλη υποθαλάσσια έξαρση με απότομες πλευρές και με εκτεταμένη σχετικά επίπεδη ή ομαλά κεκλιμένη κορυφή, αλλ. υποθαλάσσιο οροπέδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορο- (βλ. λ. όρος [II]) + πεδίον «πεδιάδα» (πρβλ. λεκανοπέδιο)].