λελάβηκα

From LSJ

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source

French (Bailly abrégé)

pf. ion. et dor. de λαμβάνω.

Greek Monotonic

λελάβηκα: Ιων. παρακ. του λαμβάνω.

Russian (Dvoretsky)

λελάβηκα: ион. pf. к λαμβάνω.