λεοντοφόνος

From LSJ

περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεοντοφόνος Medium diacritics: λεοντοφόνος Low diacritics: λεοντοφόνος Capitals: ΛΕΟΝΤΟΦΟΝΟΣ
Transliteration A: leontophónos Transliteration B: leontophonos Transliteration C: leontofonos Beta Code: leontofo/nos

English (LSJ)

λεοντοφόνον,
A lion-killing, νῖκαι AP6.74 (Agath.); λ., ἡ, lionslayer, BMus.Inscr.1061 (Cyrene, ii A.D.).
II λεοντοφόνον, τό, a Syrian insect that poisons lions, Arist.Mir.845a28, cf. Ael.NA4.18.

German (Pape)

[Seite 29] Löwen tödtend; νίκη Agath. 27 (VI, 74); τὸ λ., ein Tier, nach dessen Genuß der Löwe sterben soll, Arist. mirab. 158; vgl. Ael. H. A. 4, 18; – aber λεοντόφονος = von Löwen getödtet.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tue un ou des lions ; τὸ λεοντοφόνον insecte qui empoisonne les lions.
Étymologie: λέων, πεφνεῖν.

Russian (Dvoretsky)

λεοντοφόνος: убивающий львов (ζῷον Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

λεοντοφόνος: -ον, ὁ φονεύων λέοντας, Ἀνθ. Π. 6. 74, Χριστοδ. Ἔκφρ. 137. ΙΙ. λεοντοφόνον, τό, ἔντομόν τι τῆς Συρίας διὰ τοῦ ἰοῦ του φονεῦον τὸν λέοντα, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 146, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 4. 18.

Greek Monolingual

λεοντοφόνος, -ον (AM)
αυτός που σκοτώνει λιοντάρια
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ λεοντοφόνον
είδος εντόμου της Συρίας το οποίο έχει δηλητήριο φονικό για τα λιοντάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο)- + φόνος (πρβλ. ανδροφόνος, δολοφόνος)].

Greek Monotonic

λεοντοφόνος: -ον (φένω), αυτός που σκοτώνει λιοντάρια, σε Ανθ.

Middle Liddell

λεοντο-φόνος, ον [*φένω
lion-killing, Anth.