λεπτολόγως

From LSJ

Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably

Sophocles, Antigone, 1031-2

Greek (Liddell-Scott)

λεπτολόγως: Ἐπίρρ., μετὰ λεπτολογίας, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 43Α.

Greek Monolingual

λεπτολόγως (Α)
επίρρ. βλ. λεπτολόγος.