λεπτολόγως
From LSJ
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
Greek (Liddell-Scott)
λεπτολόγως: Ἐπίρρ., μετὰ λεπτολογίας, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 43Α.
Greek Monolingual
λεπτολόγως (Α)
επίρρ. βλ. λεπτολόγος.