λεπτολόγως

From LSJ

τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)

Source

Greek (Liddell-Scott)

λεπτολόγως: Ἐπίρρ., μετὰ λεπτολογίας, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 43Α.

Greek Monolingual

λεπτολόγως (Α)
επίρρ. βλ. λεπτολόγος.