λεσχάρα

From LSJ

γράμματα στικτὰ οὐ ποιήσετε ἐν ὑμῖν· ἐγώ εἰμι κύριος ὁ θεὸς ὑμῶν → you shall not make tattooed signs on yourselves; I am your Lord God

Source

German (Pape)

[Seite 32] ἡ, die Schule, VLL.

Greek Monolingual

λεσχάρα, ἡ (Α)
σχολείο, σχολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέσχη + κατάλ. -άρα (πρβλ. εσχάρα, λαπάρα].