λεσχάρα

From LSJ

Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf

Menander, Monostichoi, 520

German (Pape)

[Seite 32] ἡ, die Schule, VLL.

Greek Monolingual

λεσχάρα, ἡ (Α)
σχολείο, σχολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέσχη + κατάλ. -άρα (πρβλ. εσχάρα, λαπάρα].