λεσχώδης
From LSJ
τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.
English (LSJ)
λεσχῶδες, given to scandal, Vett.Val.in Cat.Cod.Astr.8(1).169.
Greek Monolingual
λεσχώδης, -ῶδες (Α) λέσχη
αυτός που προκαλεί σκάνδαλα με τα λόγια του, που δυσφημεί, που κακολογεί.