Full diacritics: λεσχώδης | Medium diacritics: λεσχώδης | Low diacritics: λεσχώδης | Capitals: ΛΕΣΧΩΔΗΣ |
Transliteration A: leschṓdēs | Transliteration B: leschōdēs | Transliteration C: leschodis | Beta Code: lesxw/dhs |
λεσχῶδες, given to scandal, Vett.Val.in Cat.Cod.Astr.8(1).169.
λεσχώδης, -ῶδες (Α) λέσχη
αυτός που προκαλεί σκάνδαλα με τα λόγια του, που δυσφημεί, που κακολογεί.