Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
[Seite 33] weiß sein, Eust.
(Μ λευκάζω) λευκόςέχω χρώμα που αποκλίνει προς το λευκό, φαίνομαι λευκός, ασπρίζω.