λευκάζω

From LSJ

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120

German (Pape)

[Seite 33] weiß sein, Eust.

Greek Monolingual

λευκάζω) λευκός
έχω χρώμα που αποκλίνει προς το λευκό, φαίνομαι λευκός, ασπρίζω.