λευκαντέον
From LSJ
Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt
English (LSJ)
one must bleach, κηρόν Dsc.2.83.
Greek (Liddell-Scott)
λευκαντέον: ῥημ. ἐπίθ. πρέπει τις νὰ λευκάνῃ, νὰ κάμῃ λευκόν, Διοσκ. 2. 105.