Κρόνου καὶ Ἰαπετοῦ ἀρχαιότερος → more ancient than Cronos and Iapetus, ante-preadamite, antediluvian
λευκῶ, -όω (Α) λευκός1. κάνω κάτι λευκό, λευκαίνω2. γυμνώνω μέλος του σώματος.