λευκώ

From LSJ

Κρόνου καὶ Ἰαπετοῦ ἀρχαιότερος → more ancient than Cronos and Iapetus, ante-preadamite, antediluvian

Source

Greek Monolingual

λευκῶ, -όω (Α) λευκός
1. κάνω κάτι λευκό, λευκαίνω
2. γυμνώνω μέλος του σώματος.