Ῥοπή ‘στιν ἡμῶν ὁ βίος, ὥσπερ ὁ ζυγός → Paulo momento, ut trutina, vita impellitur → Wie eine Waage hält das Leben Gleichgewicht
ος, ον :qui procure le passage au peuple ou à l'armée.Étymologie: att. c. λαοπόρος, de λαός, πόρος.
λεωπόρος: атт. = λᾱοπόρος.