λεύς

From LSJ

λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble

Source

German (Pape)

[Seite 36] ὁ, dor. = λᾶς, der Stein, λεὺς καππώτας, d. i. λᾶς καταπαύτης, der Ruhestein, auf dem Orestes ausruhte, Paus. 3, 22, 1.

Greek (Liddell-Scott)

λεύς: ὑποτιθέμενος Δωρ. τύπος ἀντὶ τοῦ λᾶας, λᾶς· ἴδε ἐν λέξ. καταπαυτής.