ληστήριον
From LSJ
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
Greek Monolingual
λῃστήριον, δωρ. τ. λᾳστήριον, τὸ (Α)
1. συμμορία ληστών («ὁ Φοιβίδας ἐκπέμπων μὲν ληστήρια ἔφερε καὶ ἦγε τοὺς Θηβαίους», Ξεν.)
2. καταφύγιο, φωλιά ληστών («φασὶ δὲ τὸν παράπλουν τοῦ Κωρύκου πάντα λῃστήριον ὑπάρξαι τῶν Κωρυκαίων», Στράβ.)
3. στον πληθ. τὰ λῃστήρια
α) η ληστεία («λῃστήρια καὶ ἐπιορκίαι καὶ φόνοι», Λουκιαν.)
β) τα πειρατικά πλοία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ληϊδ-τήριον < ληΐς (άλλος τ. του λεία) + επίθημα -τήριον (πρβλ. παιδευτήριον, πιεστήριον)].