λῃστήριον

From LSJ

δειναὶ δ' ἅμ' ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → and after him come dread spirits of death that never miss their mark

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῃστήριον Medium diacritics: λῃστήριον Low diacritics: ληστήριον Capitals: ΛΗΣΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: lēistḗrion Transliteration B: lēstērion Transliteration C: listirion Beta Code: lh|sth/rion

English (LSJ)

Dor. λᾳστήριον, τό,
A band of robbers, X.HG5.4.42, Aeschin.1.191, PPetr.3 P.59 (iii B.C.): in plural, piratical vessels, Clidem.5, IGRom.4.219 (Ilion).
2 retreat or nest of robbers, SIG581.52 (Crete, iii/ii B.C.), Str.14.1.32.
II robbery, Luc.Cont.11 (pl.).
III λᾳστήριοι (Dor.), οἱ, pirates, metaph., Axiop.6.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 troupe de brigands;
2 brigandage.
Étymologie: λῃστής.

German (Pape)

τό, Räuberbande; ἐκπέμπων λῃστήρια ἔφερε καὶ ἦγε τοὺς Θηβαίους Xen. Hell. 5.4.42, πληροῖ τὰ λῃστήρια Aesch. 1.191; Plut. Pomp. 26, Syll. 3, und andere Spätere, auch = Räuberhöhle.

Russian (Dvoretsky)

λῃστήριον: τό
1 шайка разбойников Xen., Plut.;
2 pl. грабеж, разбой Luc.

Greek (Liddell-Scott)

λῃστήριον: τό, συμμορία λῃστῶν, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 42, Αἰσχίν. 27. 8· ἐν τῷ πληθ., πειρατικὰ πλοῖα, Κλειτόδ. 5, Συλλ. Ἐπιγρ. 3612. 2) καταφύγιον ἢ φωλεὰ λῃστῶν, Στράβ. 644. ΙΙ. λῃστείᾳ, ἐν τῷ πληθ., Λουκ. Χάρ. ἢ Ἐπισκοποῦντ. 11.

Greek Monolingual

λῃστήριον, δωρ. τ. λᾳστήριον, τὸ (Α)
1. συμμορία ληστών («ὁ Φοιβίδας ἐκπέμπων μὲν ληστήρια ἔφερε καὶ ἦγε τοὺς Θηβαίους», Ξεν.)
2. καταφύγιο, φωλιά ληστών («φασὶ δὲ τὸν παράπλουν τοῦ Κωρύκου πάντα λῃστήριον ὑπάρξαι τῶν Κωρυκαίων», Στράβ.)
3. στον πληθ. τὰ λῃστήρια
α) η ληστεία («λῃστήρια καὶ ἐπιορκίαι καὶ φόνοι», Λουκιαν.)
β) τα πειρατικά πλοία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ληϊδ-τήριον < ληΐς (άλλος τ. του λεία) + επίθημα -τήριον (πρβλ. παιδευτήριον, πιεστήριον)].

Greek Monotonic

λῃστήριον: τό,
I. συμμορία ληστών, σε Ξεν., Αισχίν.· καταφύγιο ή «φωλιά» ληστών, λημέρι, άντρο, σε Στράβ.
II. ληστεία, στον πληθ., Λουκ.

Middle Liddell

λῃστήριον, ου, τό,
I. a band of robbers, Xen., Aeschin.:— a retreat or nest of robbers, Strab.
II. robbery, in plural, Luc. [from λῃστής

English (Woodhouse)

band of buccaneers

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)