Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λιακωτό

From LSJ

Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.

Diogenes Laertius, Lives of the Philosophers, Book 2 sec. 32.

Greek Monolingual

και ηλιακωτό, το
χώρος του σπιτιού εκτεθειμένος στον ήλιο είτε απευθείας είτε διά μέσου υαλοπινάκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του λιακωτός < ἡλιακωτός < ἡλιακός.