Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.
και ηλιακωτό, το
χώρος του σπιτιού εκτεθειμένος στον ήλιο είτε απευθείας είτε διά μέσου υαλοπινάκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του λιακωτός < ἡλιακωτός < ἡλιακός.