λιθόσφαιρα
From LSJ
Greek Monolingual
η
γεωλ. μια από τις διαδοχικές συγκεντρικές ζώνες από τις οποίες αποτελείται η Γη και η οποία περιλαμβάνει τον στερεό φλοιό και τμήμα του ανώτερου μανδύα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. lithosphere < litho- (< λιθο-) + sphere (< σφαίρα). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Κ. Μητσόπουλο].