λικιντάρω

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

(διαλ.) εξαργυρώνω, μετατρέπω περιουσία σε ρευστό χρήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. liquidare].