εξαργυρώνω

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451

Greek Monolingual

(Α ἐξαργυρώ(-όω)
νεοελλ.
ρευστοποιώ, εκποιώ, καταβάλλω ή παίρνω σε χρήμα την αξία συναλλαγματικής, επιταγής, λαχείου που κέρδισε κ.λπ.
αρχ.
μετατρέπω σε χρήμα, πουλώ («ἔδοξέ μοι τά ἡμίσεα πάσης τῆς ούσίης έξαργυρώσαντα», Ηρόδ.).