λινοειδής

From LSJ

Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt

Menander, Monostichoi, 357

Greek Monolingual

λινοειδής, -ές (AM)
κατασκευασμένος από λινάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -ειδής (< εἶδος)].