Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt
λινοειδής, -ές (AM)κατασκευασμένος από λινάρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -ειδής (< εἶδος)].