λινόφαντος

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
υφασμένος με λινό νήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + υφαίνω].