λιοτρόπι

From LSJ

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source

Greek Monolingual

το 1. λαϊκή ονομασία του ηλιοστασίου
2. φυτό του οποίου τα άνθη και τα φύλλα στρέφονται προς τον ήλιο.