λιπαρόσκηπτρος

From LSJ

ὡς τὴν ἐπὶ θανάτῳ ἔξοδον ποιεῖσθαι → regard as going to execution, regard as the outmarch to death

Source

Greek Monolingual

λιπαρόσκηπτρος, -ον (Α)
αυτός που έχει λαμπρό σκήπτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός «ελαιώδης-λαμπρός» + σκῆπτρον.