λιποψυχώ

From LSJ

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480

Greek Monolingual

-άω και -έω (AM λιποψυχῶ, -έω)
1. λιποθυμώ, χάνω τις αισθήσεις μου («τραυματισθεὶς πολλὰ ἐλιποψύχησε», Θουκ.)
2. χάνω το θάρρος μου, δειλιάζω
μσν.
1. χάνω τις δυνάμεις μου, εξασθενώ
2. μέσ. λιποψυχοῦμαι, -έομαι
λιποθυμώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. θα παραγόταν κανονικά από το λιπόψυχος (< λιπ(ο)- + ψυχή), το οποίο όμως πλάστηκε μόλις στους νεώτερους χρόνους].