λογάτορας
From LSJ
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
Greek Monolingual
λογάτορας, ο (Μ)
βυζαντινός αυλικός τίτλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόγος + κατάλ. -άτορας (πρβλ. βιγλάτορας, συμβουλάτορας].
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
λογάτορας, ο (Μ)
βυζαντινός αυλικός τίτλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόγος + κατάλ. -άτορας (πρβλ. βιγλάτορας, συμβουλάτορας].