λογχίας
From LSJ
Τὰ χρήματ' ἀνθρώποισιν εὑρίσκει φίλους → Invenit amicos hominibuspecunia → Was den Menschen Freunde findet, ist das Geld
Greek (Liddell-Scott)
λογχίας: ὁ, λογχοειδὴς κομήτης ἢ μετέωρον, «τῷ αὐτῷ ἔτει ἐφάνη ἐν τῷ οὐρανῷ σημεῖον μέγιστον, ἀπό τινων λεγόμενον σάλπιγξ, ἀπό τινων δὲ λογχίας, καὶ ἀπό τινων δοκὶς» Χρον. Πασχάλ. σ. 597, 14 (Βατικ. Κῶδ. λοχίας).
Greek Monolingual
λογχίας, ὁ (Μ)
λογχοειδής κομήτης ή λογχοειδές μετέωρο («τῷ αὠτῷ ἔτει ἐφάνη ἐν τῷ οὐρανῷ σημεῖον μέγιστον ἀπό τινων λεγόμενον σάλπιγξ, ἀπό τινων δὲ λογχίας, καὶ ἀπό τινων δοκίς», Πασχ. Χρον.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχη + κατάλ. -ίας (πρβλ. ελικίας, ξιφίας)].