λογχόομαι
From LSJ
καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει → time and tide wait for no man
English (LSJ)
Pass., (λόγχη A) to be furnished with a point or head, λελογχωμένον δόρυ Arist.EN1111a13; ἀκόντιον -ωμένον σιδήρῳ Str.3.5.1; to be ornamented with λόγχαι, στολὴ χρυσῷ λελογχωμένη Lyd.Mag.2.4.
Greek Monotonic
λογχόομαι: Παθ., είμαι εξοπλισμένος με κοντάρι, σε Αριστ.